- θυγατρομιξία
- θῠγατρο-μιξία, ἡ,A incest with a daughter, POxy.237 vii 26 (ii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θυγατρομιξία — θυγατρομιξίᾱ , θυγατρομιξία incest with a daughter fem nom/voc/acc dual θυγατρομιξίᾱ , θυγατρομιξία incest with a daughter fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυγατρομιξία — θυγατρομιξία, ἡ (Α) πάπ. αιμομιξία με θυγατέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυγατρο (< θυγάτηρ, πρβλ. γεν. θυγατρός) + μιξία (< μικτός < μ[ε]ίγνυμι), πρβλ. α μιξία, πολυ μιξία] … Dictionary of Greek
θυγατρομιξίας — θυγατρομιξίᾱς , θυγατρομιξία incest with a daughter fem acc pl θυγατρομιξίᾱς , θυγατρομιξία incest with a daughter fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυγατρομιξίαις — θυγατρομιξία incest with a daughter fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυγατέρα — και δυχατέρα, ἡ (ΑΜ θυγάτηρ, ατρός, Μ και θυγατέρα) 1. το θηλυκό τέκνο, η κόρη 2. νέο κορίτσι, κοπέλα («νέοι και θυγατέρες», Τζάν.) 3. μτφ. οτιδήποτε έχει γεννηθεί ή προέρχεται από κάπου, το επακόλουθο 4. μτφ. πνευματικό παιδί νεοελλ. μτφ. για… … Dictionary of Greek